- πολυέργους
- πολύεργοςhardworkingmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύεργος — (polyergus). Γένος κλειστόγαστρων υμενόπτερων, συγγενικό με το κοινό μυρμήγκι. Οι π. «υποδουλώνουν» άλλα μυρμήγκια, τα οποία υποχρεώνονται όχι μόνο να κατασκευάζουν τις φωλιές των π. αλλά και να τους ταΐζουν, γιατί οι π., έτσι όπως είναι η… … Dictionary of Greek